- παναμείδητος
- πᾰν-ᾰμείδητος, ον,A all-unsmiling,
πρόσωπα Opp.C.3.141
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσωπα Opp.C.3.141
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναμείδητος — παναμείδητος, ον (Α) εντελώς αγέλαστος, πολύ σκυθρωπός και άγριος («παναμείδητα πρόσωπα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμείδητος «αγέλαστος»] … Dictionary of Greek
παναμειδήτοισι — παναμείδητος all unsmiling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)